κρυβήν

κρυβήν
κρυβήν (Α)
επίρρ. βλ. κρύβδην.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κρύβδην — και κρύβδα και κρυβη και κρυβήν δωρ. τ. κρύβδαν (Α) επίρρ. κρυφά, μυστικά, χωρίς να ξέρει κάποιος («εἰς τὸ τοῡ Απόλλωνος ἱερὸν ἐλθοῡσαι φερόντων ψῆφον κρύβδην», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρύβδην < θ. κρυβ (< θ. κρυπτ τού κρύπτω, που εμφανίζει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”